- χωνεύεται
- χοανεύωcast in a mouldpres ind mp 3rd sgχωνεύωcast in a mouldpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσηπτος — ον (AM ἄσηπτος, ον) [σήπω] αυτός που δεν σαπίζει ή που δεν φθείρεται («ξύλα άσηπτα», «κέδρος άσηπτος») αρχ. (για τροφές) εκείνος που δεν χωνεύεται … Dictionary of Greek
αχώνευτος — η, ο (AM ἀχώνευτος, ον) εκείνος που δεν έλειωσε στο χωνευτήρι μσν. νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να λειώσει στο χωνευτήρι νεοελλ. 1. (για τροφές) αυτός που δύσκολα χωνεύεται, ο δύσπεπτος 2. εκείνος που δεν έχει αφομοιωθεί, δεν έχει γίνει… … Dictionary of Greek
βραδύπεπτος — η, ο (Α βραδύπεπτος, ον) (για τροφή) αυτός που χωνεύεται αργά και δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πέσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω» (πρβλ. άπεπτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δυσκατέργαστος — η, ο (AM δυσκατέργαστος, ον) αυτός που δύσκολα μπορεί να υποστεί επεξεργασία μσν. (για τόπο ή οχυρό) αυτός που δύσκολα ανέχεται κατοχή, ο δυσκολοκυβέρνητος αρχ. 1. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά 2. αυτός που χωνεύεται δύσκολα 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
δύσπεπτος — η, ο (AM δύσπεπτος, ον) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος («τα θαλασσινά είναι δύσπεπτα») αρχ. 1. αυτός που δεν αφομοιώνεται («ὅσον μὲν οὖν ἄν παλαιότατον ὄν τῆς σαρκὸς τακῇ, δύσπεπτον γιγνόμενον», Πλούτ.) 2. αυτός που ωριμάζει δύσκολα … Dictionary of Greek
ευδιοίκητος — εὐδιοίκητος, ον (Α) 1. αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», Γαλ.) 2. ο καλά τακτοποιημένος 3. το αρσ. ως κολακευτικός όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διοικητος (<… … Dictionary of Greek
ευκοίλιος — α, ο (ΑΜ εὐκοίλιος, ον) αυτός που διευκολύνει την κένωση τής κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος… … Dictionary of Greek
ευκολοχώνευτος — η, ο (Μ εὐκολοχώνευτος, ον) αυτός που χωνεύεται εύκολα, ο εύπεπτος νεοελλ. μτφ. αυτός τον οποίο συμπαθεί ή κατανοεί κάποιος εύκολα («η φιλοσοφία δεν είναι ευκολοχώνευτη») … Dictionary of Greek
κακοχώνευτος — η, ο 1. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος, δύσπεπτος 2. μτφ. α) (για ανθρώπους) φορτικός, ανυπόφορος, δυσάρεστος, δύστροπος β) (για λόγους ή πράγμ.) μη πιστευτός («κακοχώνευτη ψευτιά») γ. (για γνώση) δύσκολος, δύσκολα… … Dictionary of Greek
οξυσιτία — ὀξυσιτία, ἡ (Α) δυσλειτουργία τών πεπτικών οργάνων, κατά την οποία η τροφή δεν χωνεύεται και γίνεται όξινη στο στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + σιτία (< σιτος < σῖτος), πρβλ. κακο σιτία] … Dictionary of Greek